- φατειός
- -ά, -όν, Α(επικ. τ.) (συν. σε φρ. με άρνηση) οὐ φατειός(για φοβερά πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φα-τειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φημί*, αποτελεί το αρχαιότερο παράδειγμα ρηματ. επιθ. σε -τεος*. Αξιοσημείωτη είναι η δίφθογγος -ει- τού τ. η οποία δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα μετρικής έκτασης, αλλά οφείλεται στο ότι το επίθ. φατειός έχει προέλθει από ένα θηλ. ουσ. σε *-t(e)i- (πρβλ. και τον μυκηναϊκό τ. qetejo + *kwei-τειον τού ρ. τίνω*)].
Dictionary of Greek. 2013.